- ἀπογενόμενος
- быть в стороне, быть непричастным; ср.з. избавляться, умирать.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἀπογενόμενος — ἀπογίγνομαι to be away from aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)